ινδοϊρανικός

ινδοϊρανικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία και στο Ιράν ή στους Ινδούς και στους Ιρανούς ταυτόχρονα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ινδοάριες και ιρανικές γλώσσες ταυτόχρονα («ινδοϊρανικές γλώσσες» — κλάδος τής ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας που συνίσταται από τις ινδοάριες και τις ιρανικές γλώσσες).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”